ὑδρόφοβος

ὑδρόφοβος
ὑδρόφοβος
having a horror of water
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδρόφοβος — η, ο / ὑδρόφοβος, ον, ΝΑ αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, που πάσχει από υδροφοβία νεοελλ. χημ. α) (για χημ. είδος) αυτός που έχει την τάση να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες») β) (για λυόφοβο κολλοειδές σύστημα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • υδροφόβος — ον, Α βλ. υδρόφοβος …   Dictionary of Greek

  • υδρόφοβος — η, ο 1. που φοβάται που αποστρέφεται το νερό και γενικά τα υγρά: Υδρόφοβο παιδί. 2. το αρσ. ως ουσ., υδρόφοβος αυτός που πάσχει από υδροφοθία, ο υδροφοβικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑδροφόβου — ὑδρόφοβος having a horror of water masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφόβους — ὑδρόφοβος having a horror of water masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφόβων — ὑδρόφοβος having a horror of water masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφόβῳ — ὑδρόφοβος having a horror of water masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hidrófobo — (Del gr. hydor, agua + phobeo, temer.) ► adjetivo/ sustantivo 1 MEDICINA Que padece hidrofobia. ► adjetivo 2 QUÍMICA Se aplica al grupo de moléculas que no presenta afinidad o atracción con el agua. * * * hidrófobo, a adj. y n. Med., Vet. Se… …   Enciclopedia Universal

  • ακήρωτος — η, ο (Α ἀκήρωτος, ον) [κηρῶ] αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί, ο ακέρωτος νεοελλ. (για νήματα και υφάσματα) αυτός που δεν έχει επαλειφθεί με κερί ή παραφίνη για να παραφιναριστεί, για να γίνει δηλαδή υδρόφοβος (αδιάβροχος) …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”